- καταγνυω
- καταγνύω(только praes.) Xen., Arst. = κατάγνυμι См. καταγνυμι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
ՓՇՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0944 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c ն. συντρίβω contero κατακότω, κατάγω, καταγνύω concido, confringo. (լծ. փխրել). Մանրել. մանր խորտակել. լեսուլ որպէս զփոշի. ջախել. ջախջախել. բեկանել. փշրել, լսսել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)